Καθημερινά
αναπτύσσεται μια παραφιλολογία, είτε υπό μορφή δηλώσεων, είτε συζητήσεων, είτε
υπονοουμένων και ευκόλως εννοουμένων, σχετικά με το ρόλο και την ευθύνη της
Ομοσπονδίας στο άθλημα μας.
Την
αφορμή για τη σημερινή μας αναφορά έδωσε η δημόσια τοποθέτηση του υπευθύνου
κλιμακίων Β. Ελλάδας, ο οποίος σε συνέντευξη του εξέφρασε τη φιλοσοφία του εγχειρήματος
της ΕΟΠΕ, λέγοντας ότι ο πρωταρχικός στόχος είναι να κρατήσουμε τα παιδιά στο
άθλημα.
Είπε
συγκεκριμένα: «Σκοπός είναι όχι μόνο να
επιλέξουμε τα παιδιά για να αγωνιστούν στις Εθνικές ομάδες, αλλά κυρίως να τα κρατήσουμε στο άθλημα.
Προσπαθούμε να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι αν δεν καταφέρουν να παίξουν στις
Εθνικές, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Μέσα από τα κλιμάκια θέλουμε πρώτα να
αγαπήσουν το άθλημα και να παραμείνουν σε αυτό. Είτε ως αθλητές που θα
συμμετέχουν στις εθνικές κατηγορίες, είτε ως προπονητές, ως διαιτητές, ακόμη
και ως παράγοντες. Για αυτό τον λόγο έχουμε παιδιά από πάρα πολλούς συλλόγους,
έτσι ώστε να είναι πρότυπα για τα υπόλοιπα παιδιά στις ομάδες τους».
Η Ομοσπονδία των
αθλητικών σωματείων
έχει την ευθύνη για τη διάδοση και προώθηση του αθλήματος, μέσα από ένα
κεντρικό σχεδιασμό, στην κοινωνία, στο σχολείο αλλά και μέσα από τα σωματεία που αποτελούν το κύτταρο του
αθλήματος και ταυτόχρονα την αφετηρία της προσπάθειας.
Η Ένωση των
αθλητικών σωματείων
αντίστοιχα, με τη σειρά της, με γεωγραφικά κριτήρια συγκεκριμενοποιεί τις
ανάγκες και αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών που έχει την
ευθύνη τους οργανώνοντας τη δράση τους (πρωταθλήματα κλπ).
Τα κλιμάκια και
οι προεθνικές ομάδες αποτελούν το επιστέγασμα της σωστής λειτουργίας των σωματείων
και των Ενώσεων τους, για την επιλογή και αξιολόγηση των παιδιών, που έχουν τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (προσόντα) και την προοπτική να στελεχώσουν τις
Εθνικές Ομάδες.
Τα
κλιμάκια και οι συγκεντρωτικές προπονήσεις, εκτός από την καταγραφή των ατομικών
δεδομένων των παιδιών που μπορούν να κάνουν αθλητισμό υψηλού επιπέδου, έχουν
την υποχρέωση να παρακολουθούν την εξέλιξή τους και να διαμορφώνουν όρους της
παραπέρα ενσωμάτωσής τους στα Εθνικά συγκροτήματα.
Όταν
τα παιδιά αξιολογούνται για να αποτελέσουν τον προθάλαμο των Εθνικών ομάδων
έχει ξεκαθαριστεί ο προσανατολισμός τους.
Δεν καλούνται για να αναλωθούν σε παροχές που ήδη καλύπτουν τα σωματεία (γνωριμία με τα βασικά του αθλήματος, αγάπη για το άθλημα) ούτε για να αποτελέσουν τους διαιτητές, τους παράγοντες ή τους φιλάθλους της επόμενης ημέρας.
Δεν καλούνται για να αναλωθούν σε παροχές που ήδη καλύπτουν τα σωματεία (γνωριμία με τα βασικά του αθλήματος, αγάπη για το άθλημα) ούτε για να αποτελέσουν τους διαιτητές, τους παράγοντες ή τους φιλάθλους της επόμενης ημέρας.
Για
αυτό και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στην Ευρώπη αλλά και στον κόσμο, σε
χώρα με τα πληθυσμιακά δεδομένα της Ελλάδας, τις προεθνικές ομάδες να αποτελούν
200 αθλητές ή αθλήτριες. Με αυτή τη μέθοδο, δεν γίνεται καμία ουσιαστική
επιλογή.
Χαμένοι είναι οι
αξιόλογοι αθλητές/τριες που μετέχουν στην ίδια προπονητική διαδικασία με όσους
προορίζονται για να καλύψουν άλλες ανάγκες του αθλήματος.
Ωφελημένοι είναι
οι έχοντες την ευθύνη της (μη) επιλογής, οι οποίοι πουλάνε εκδούλευση σε
παράγοντες και γονείς, αφού τους αφήνουν να νομίζουν ότι τα παιδιά τους είναι
επίλεκτα ενώ είναι απλώς προς επιλογή.
Έτσι,
δεν αναφερόμαστε σε Εθνικές ομάδες αλλά σε μικροπολιτική
με πολλούς αποδέκτες και με θύμα το ίδιο
το άθλημα.
ΥΓ.
Οι καλές προθέσεις (αν, όταν και όπου υπάρχουν) όπως και οι πολλές ώρες
προπόνησης από μόνες τους, δεν αποτελούν πάντα εφόδιο στην ατομική εξέλιξη και
στην αθλητική διαδρομή. Πολύ περισσότερο, στη δημιουργία αξιόμαχων και με
προοπτική Εθνικών ομάδων.